- τρομπετίστας
- ο, Νμουσικός που παίζει τρομπέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπέτα + κατάλ. -ίστας (< ιταλ. κατάλ. -ista), πρβλ. πιαν-ίστας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρομπετίστας — τρομπετίστας, ο και τρουμπετίστας, ο σαλπιγκτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
Άρμστρονγκ, Λούις — (Louis Armstrong,Νέα Ορλεάνη 1900 – Νέα Υόρκη 1971). Αφροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής. Θεωρείται ο πατέρας της κλασικής τζαζ. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταλείπει την τρώγλη του γκέτο και κλείνεται για έναν χρόνο σε αναμορφωτήριο, γιατί… … Dictionary of Greek
Γκιλέσπι, Ντίζι — (Dizzy Gillespie, Νότια Καρολίνα 1917 – 1993). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού μουσικού της τζαζ Τζον Μπιρκς (John Birks). Ο Γ. συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους τρομπετίστες της τζαζ, αλλά και στους σημαντικότερους Αμερικανούς μουσικούς… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ίσαμ, Μαρκ — (Mark Isham, Νέα Υόρκη 1951 –). Αμερικανός συνθέτης και μουσικός. Παιδί μουσικών, σπούδασε αρχικά κλασική μουσική (τρομπέτα, πιάνο και βιολί) και αργότερα ασχολήθηκε με την ποπ, τη ροκ και την τζαζ. Ύστερα από μια πολύ επιτυχημένη καριέρα ως… … Dictionary of Greek
Μορικόνε, Ένιο — (Ennio Morricone, Ρώμη 1928 –). Ιταλός συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας. Ταλαντούχος, πολυσχιδής και πολυγραφότατος, είναι ο συνθέτης των ρεκόρ στην ιστορία του κινηματογράφου αφού έχει γράψει περισσότερες από 400 μουσικές… … Dictionary of Greek
Μοτσενίγος, Σπύρος — (Κέρκυρα 1911 – Αθήνα 1970). Μουσικός. Σπούδασε μουσική –ειδικότερα τρομπέτα– αρχικά στη γενέτειρά του και αργότερα στο Ωδείο Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε για πολλά χρόνια, ως τρομπετίστας, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και στην… … Dictionary of Greek
Μπέιζι, Κάουντ — (William «Count» Basie, Νιού Τζέρσεϊ 1904 – Χόλιγουντ 1984). Αφροαμερικανός πιανίστας και συνθέτης τζαζ μουσικής. Στην δεκαετία του ’20 μετακόμισε στο Χάρλεμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μεγάλοι αστέρες της τζαζ και εμφανίζονταν σε καμπαρέ,… … Dictionary of Greek